Lookup cumulative lexical entry: اسقط
- ἄγω
- ἄγω (verb) Diosc. Mat. med.
- γυιόω
- γυιόω (verb) Hippocr. Diaet. acut. tusqiṭu l-quwwata
- διαφθείρω
- διαφθείρω (verb) Hippocr. Superf.
- διαφθορά
- διαφθορά (noun) Hippocr. Superf. διαφθορῆς
- ἐκβάλλω
- ἐκβάλλω (verb) Arist. Gener. anim.
- ἐκβόλιμος
- ἐκβόλιμος (adj.) Arist. Gener. anim. τὰ ἐκβολίμα τῶν μικρών ᾠῶν = al-bayḍu l-ṣaġīru allaḏī yusqiṭuhu l-ṭayru
- ἐκπίπτω
- ἐκπίπτω (gerund) Arist. Hist. anim. ἐκπεσεῖν
- ἔκπτωσις
- ἔκπτωσις (noun) Hippocr. Aphor. ὑστέρων ἐκπτώσιες ... = iḏā aradta an tusqiṭa l-mašīmata ...
ὑστέρων ἐκπτώσιες πταρμικὸν προσθεὶς ἐπιλάμβανε τοὺς μυκτῆρας καὶ τὸ στόμα Hippocr. Aphor. V 49 48.8 - ἐκτινάσσω
- ἐκτινάσσω (verb) Diosc. Mat. med.
- ἐκτιτρώσκω
- ἐκτιτρώσκω (verb) Hippocr. Aer.
- ἐκτιτρώσκω (gerund) Hippocr. Aer. ἐκτιτρώσκεσθαι
- ἐκτιτρώσκω (gerund) Hippocr. Aer. ἐκτιτρώσκεσθαι
- καταγυιόω
- καταγυιόω (verb) Hippocr. Diaet. acut. yusqiṭu quwwatan