Lookup cumulative lexical entry: اسقط

  1. ἄγω
  2. γυιόω
  3. διαφθείρω
  4. διαφθορά
  5. ἐκβάλλω
  6. ἐκβόλιμος
  7. ἐκπίπτω
  8. ἔκπτωσις
    • ἔκπτωσις (noun) Hippocr. Aphor. ὑστέρων ἐκπτώσιες ... = iḏā aradta an tusqiṭa l-mašīmata ...
      ὑστέρων ἐκπτώσιες πταρμικὸν προσθεὶς ἐπιλάμβανε τοὺς μυκτῆρας καὶ τὸ στόμα Hippocr. Aphor. V 49 48.8
  9. ἐκτινάσσω
  10. ἐκτιτρώσκω
  11. καταγυιόω
The database query could not be executed.