Lookup cumulative lexical entry: اشتقّ
- παρωνυμιάζω
- παρωνυμιάζω (act. part.) Arist. Phys. παρωνυμιάζοντες
- παρώνυμος
- παρώνυμος (noun) Galen An. virt. allatī uštuqqa smuhā
κώνειον ..., ᾧ καὶ τοὔνομα [ἔνθεν παρώνυμον] <ἀπὸ τοῦ πάθους> Galen An. virt. 39.19 = al-ḥašīšatu llatī uštuqqa smuhā min ismi l-maraḍi 15.11 - παρώνυμος (adj.) Nicom. Arithm. τὸ παρώνυμον = ǧuzʾun qad ištaqqa ismahu min ismin
- παρώνυμος (adj.) Nicom. Arithm. ἑτερώνυμα μέρη πρὸς τῷ παρωνύμῳ = ...al-ǧuzʾu llaḏī yaštaqqu...
- παρώνυμος (adj.) Nicom. Arithm. ἑτερώνυμα μέρη πρὸς τῷ παρωνύμῳ = ...allaḏī yaštāqqu lahu...
- παρώνυμος (adj.) Nicom. Arithm. τὸ ἑαυτῷ παρώνυμον = allaḏī yaštaqqu ismahu min ismi ḏālika l-ʿadadi
- παρώνυμος (adj.) Nicom. Arithm. τὸ ἑαυτῷ παρώνυμον = allaḏī yaštaqqu ismahu min ismi ḏālika l-ʿadadi
- παρώνυμος (adj.) Nicom. Arithm. τὸ παρώνυμον = allaḏī yaštaqqu ismahu min ismin
- παρώνυμος (adj.) Nicom. Arithm. τὸ παρώνυμον = allaḏī yaštaqqu ismahu min ismin