Lookup cumulative lexical entry: افسد
- ἀναιρέω
- ἀναιρέω (verb) Artem. Onirocr.
- ἀφανίζω
- ἀφανίζω (verb) Hippocr. Aer.
- διαφθείρω
- διαφθείρω (verb) Arist. Gener. anim.
- διαφθείρω (verb) Arist. Gener. anim.
- διαφθείρω (verb) Arist. Gener. anim.
- διαφθείρω (verb) Artem. Onirocr. διαφθείρουσι
- διαφθείρω (pass. part.) Artem. Onirocr. διαφθειρόμενοι
- κακόω
- κακόω (verb) Hippocr. Aer.
- λυμαίνομαι
- λυμαίνομαι (verb) Galen An. virt. tufsidu wa-taḍurruhā
- λυμαίνομαι (verb) Galen An. virt. λυμαίνεται = qad tunqiṣu … wa-tufsiduhā fasādan
- παραλύω
- παραλύω (verb) Artem. Onirocr. παραλύομαι
- σίνομαι
- σίνομαι (verb) Artem. Onirocr.
- φθαρτικός
- φθέιρω
- φθέιρω (gerund) Arist. An. post. φθαρῆναι = an yufsada
- φθείρω (verb) Arist. Eth. Nic.
- φθείρω (verb) Arist. Eth. Nic.
- φθείρω (verb) Arist. Eth. Nic.
- φθείρω (verb) Arist. Phys. φθείρομαι = wa-lā yufsadu ayḍan al-šayʾu
- φθειρω Them. In De an.
- φθειρω Them. In De an.