Lookup cumulative lexical entry: افنى
- ἀναιρέω
- ἀναιρέω (verb) Arist. Phys. ἀναιροῦμαι
- ἀναλίσκω
- ἀναλίσκω (verb) Arist. Gener. anim.
- ἀναλίσκω (gerund) Galen An. virt. ἀναλίσκειν ... τὸν χρόνον = ufnī l-zamāna
εἰ μή τε μακρολογίας ἔμελλον ἀποίσεσθαι δόξαν ἀναλίσκειν τε τὸν χρόνον μάτην Galen An. virt. 57.10 = law lā annanī ufnī l-zamāna bāṭilan wa-an yuẓanna bī annī muṭīlu l-kalāmi 28.9 - καταναλίσκω
- καταναλίσκω (verb) Arist. Gener. anim.
- καταναλίσκω (verb) Arist. Phys.
- μάχομαι
- μάχομαι (verb) Arist. Rhet. amplif.; afnā bi-l-ḥarbi