Lookup cumulative lexical entry: اقتصر
- ἀνόρεκτος
- ἀνόρεκτος (adj.) Ps.-Arist. Virt. ἀνόρεκτοι γίνονται = naqtaṣiru ʿalā rakākati l-ʿayši
- ἀρκέω
- ἀρκέω (verb) Galen An. virt. ἀρκέσει παραγράψαι = aqtaṣiru
- δύναμαι
- δύναμαι (verb) Galen Med. phil. ὁ δυνάμενος οὐ μόνον = lā yaqtaṣiru ʿalā
- ἐφίημι
- ἐφίημι (verb) Galen Med. phil. balaġa min qanūʿihi ... an iqtaṣara ʿalā miqdārin
- μόνον
- μόνον (adv.) Hippocr. Aphor. οὐ μόνον ... ἀλλὰ καὶ ... = lā taqtaṣira ʿalā ... dūna an ...
δεῖ δὲ οὐ μόνον ἑωυτὸν παρέχειν τὰ δέοντα ποιεῦντα ἀλλὰ καὶ τὸν νοσέοντα καὶ τοὺς παρεόντας καὶ τὰ ἔξωθεν Hippocr. Aphor. I 1 1.3 - μόνος
- μόνος (adj.) Galen Med. phil. οὐ μόνον = lam yaqtaṣiru ʿalā ʾannahum
- μόνος (adj.) Galen Med. phil. οὐ μόνον = lam yaqtaṣirū ʿalā
- μόνος (adj.) Galen Med. phil. ὁ δυνάμενος οὐ μόνον = lā yaqtaṣiru ʿalā
- παραγράφω
- παραγράφω (gerund) Galen An. virt. ἀρκέσει παραγράψαι = aqtaṣiru
- συστέλλω
- συστέλλω (verb) Nicom. Arithm. qadaba...wa-iqtaṣara bihi