Lookup cumulative lexical entry: اقتصر

  1. ἀνόρεκτος
  2. ἀρκέω
  3. δύναμαι
  4. ἐφίημι
  5. μόνον
    • μόνον (adv.) Hippocr. Aphor. οὐ μόνον ... ἀλλὰ καὶ ... = lā taqtaṣira ʿalā ... dūna an ...
      δεῖ δὲ οὐ μόνον ἑωυτὸν παρέχειν τὰ δέοντα ποιεῦντα ἀλλὰ καὶ τὸν νοσέοντα καὶ τοὺς παρεόντας καὶ τὰ ἔξωθεν Hippocr. Aphor. I 1 1.3
  6. μόνος
  7. παραγράφω
  8. συστέλλω
The database query could not be executed.