Lookup cumulative lexical entry: اكتسب
- γίγνομαι
- γίγνομαι (verb) Galen An. virt. αὐτοῖς ἐγένετο
ἡ διαστροφὴ πόθεν ἢ ὑπὸ τίνων αὐτοῖς (sc. τοῖς πρώτοις ἀνθρώποις) ἐγένετο; Galen An. virt. 75.5 = min ayna wa-mimmani ktasabū (sc. al-nāsu l-awwalūna) l-mayla ilā l-šarri ? 40.8 - γίγνομαι (verb) Galen An. virt.
- κέρδος
- λαμβάνω
- λευκαίνομαι
- λευκαίνομαι (pass. part.) Arist. Phys. τὸ λευκαινόμενον
τὸ λευκαινόμενον καὶ τὸ ὑγιαζόμενον Arist. Phys. VII 4, 249b8 = fī-mā yaktasibu l-bayāḍa wa-fī-mā yaktasibu l-ṣiḥḥata
- περιποιέω
- περιποιέω (pass. part.) Arist. Eth. Nic. περιποιούμενος
παρ' αὐτὸ τὸ πολιτεύεσθαι περιποιουμένη δυναστείας καὶ τιμὰς Arist. Eth. Nic. X 7, 1177b13 = yaktasibu bi-ḥarakatihī li-l-madīnati llatī bi-ʿaynihā qudratan wa-karāmātan 561.1
- σάρκωσις
The database query could not be executed.