Lookup cumulative lexical entry: انفصل

  1. ἀδιάφορος
  2. ἀδιόριστος
    • ἀδιόριστος (adj.) Arist. Eth. Nic. laysa tanfaṣilu minhā
      ἀδιόριστοι οὕτως Arist. Eth. Nic. X 5, 1175b32 = laysa tanfaṣilu minhā ʿalā hāḏihī l-ḥāli 549.15
  3. ἀφαιρέω
  4. διαίρεσις
  5. διαιρέω
  6. διακρίνω
  7. διάκρισις
  8. διαρθρόω
  9. διαφέρω
    • διαφέρω (verb) Arist. Eth. Nic.
      διαφέρει δὲ ἡ ὄψις ἁφῆς καθαρειότητι Arist. Eth. Nic. X 5, 1175b36 = wa-yanfaṣilu l-baṣaru mina l-lamsi bi-l-bahāʾi 551.2
    • διαφέρω (verb) Arist. Eth. Nic.
      ὁμοίως δὴ διαφέρουσι καὶ αἱ ἡδοναί Arist. Eth. Nic. X 5, 1176a2 = wa-ka-ḏālika tanfaṣilu l-laḏḏātu ayḍan 551.3
    • διαφέρω (verb) Arist. Eth. Nic.
      σπουδῇ διαφέρειν Arist. Eth. Nic. X 7, 1177b19 = yanfaṣilu bi-l-iǧtihādi 561.5
    • διαφέρω (act. part.) Arist. Eth. Nic.
      ἡ τοῦ θεοῦ ἐνέργεια, μακαριότητι διαφέρουσα Arist. Eth. Nic. X 8, 1178b22 = fiʿlu l-ilāhi llaḏī yanfaṣilu bi-l-ġibṭati 567.2
    • διαφέρω (verb) Arist. Metaph.
    • διαφέρω (verb) Arist. Metaph. διαφέροντα = allaḏī tanfaṣilu
  10. διορίζω
  11. ἐκκρίνω
  12. ἐξίστημι
  13. λαμβάνω
  14. ποιέω
  15. τέμνω
    • τέμνω (pass. part.) Proclus El. theol. τεμνόμενος
      εἶδος δὲ τὸ εἰς πλείω τὰ καθέκαστα ἤδη τεμνόμενον Proclus El. theol. 74: 70.19 = al-ṣūratu hiya llatī tanfaṣilu fī ašḫāṣin kaṯīratin 74.2
  16. ὑπερβάλλω
  17. χωρίζω
The database query could not be executed.