Lookup cumulative lexical entry: انقبض
- ἴσχω
- ἴσχω (verb) Hippocr. Superf.
- κάμπτω
- κάμπτω (pass. part.) Galen In De off. med. καμπτόμενον
- πυκνός
- πυκνός (adj. comp.) Hippocr. Genit.; Nat. puer. πυκνοτέρη ἐστίν
- πυκνός (adj.) Hippocr. Genit.; Nat. puer. πυκνὴ γενομένη
- συγκάμπτω
- συγκάμπτω (verb) Hippocr. Off. med.
- συμμύω
- συμμύω (verb) Arist. Hist. anim. ġulaqu famuhu wa-inqabaḍa
- συμπίπτω
- συμπίπτω (gerund) Hippocr. Off. med. συμπίπτειν = yaḍmura wa-yanqabiḍa
- συντρέχω
- συντρέχω (verb) Arist. Gener. anim. yanqabiḍu wa-yaltawī
- σύσπασις
- σύσπασις (noun) Arist. Gener. anim. yaltawī wa-yanqabiḍu
- συσπάω
- συσπάω (gerund) Arist. Gener. anim. συσπᾶσθαι
- συστελλομαι
- συστέλλω
- συστέλλω (pass. part.) Hippocr. Off. med. συνεσταλμένα
- συστολή
- συστολή (noun) Ps.-Plut. Placita συστολή γίνεται