Lookup cumulative lexical entry: انقطع
- ἀνακόπτω
- ἀνακόπτω (verb) Nicom. Arithm. ḥaṣala ʿalā an yanqaṭiʿa
- ἀπορρήγνυμι
- ἀπορρήγνυμι (verb) Galen In De off. med.
- ἀπορρήγνυμι (verb) Hippocr. Superf.
- ἀποσβέννυμι
- ἀποσβέννυμι (verb) Arist. Gener. anim. ἀποσβέννυται τὸ γάλα = inṭafā wa inqaṭaʿa l-labanu
- διαρρήγνυμι
- διαρρήγνυμι (verb) Arist. Cael.
- διασπῶ
- διασπῶ (verb) Artem. Onirocr. διασπῶμαι
- ἐκτέμνω
- ἐκτέμνω (verb) Artem. Onirocr. ἐκτέμνομαι
- ἐξέρχομαι
- ἐξέρχομαι (verb) Arist. Hist. anim. αὐτομάτη ἐξέλθῃ = inqaṭaʿa wa-faniya
- ἐπισυνίσταμαι
- ἐπισυνίσταμαι (pass. part.) Ps.-Plut. Placita
- ἵστημι
- ἵστημι (gerund) Arist. An. post. ἵστασθαι = qad yanqaṭiʿu wa-yaqifu
- ἵστημι (gerund) Arist. An. post. καὶ τοῦτο ἵστασθαι = wa-yanqaṭiʿu hāḏā wa-yaqifu
- ἵστημι (verb) Arist. An. post. ἵσταται ὁδός = anna l-ṭarīqa...qad yanqaṭiʿu wa-yaqifu
- ἵστημι (gerund) Arist. An. post. στῆναι = an yanqaṭiʿa wa-yaqifa
- ἵστημι (verb) Arist. Phys.
εἰ δὲ μὴ στήσεται Arist. Phys. I 4, 187b33 = an lā yanqaṭiʿa - παῦλα
- παῦλα (noun) Artem. Onirocr.
- παύω
- παύω (verb) Arist. Hist. anim.
- παύω (gerund) Hippocr. Off. med. παύεσθαι = yanqaṭiʿu ʿanhu
- παύω (verb) Nicom. Arithm. οὐ παύεται = lā yanqaṭiʿu...wa-lā yantahī
- ρηγματίας
- ρηγματίας (noun) Hippocr. Aer. ʿurūqahum tanqaṭiʿu
- στερέω
- στερέω (verb) Artem. Onirocr. στερέομαι