Lookup cumulative lexical entry: بزر
- δαῦκος
- πανσπερμία
- σπείρω
- σπέρμα
- σπέρμα (noun) Arist. Gener. anim. ὑπὸ τοῦ πνεύματος τὰ σπέρματα ἀποκρινεσθαι = al-buzūru tataḥarraku mina l-rīḥi
- σπέρμα (noun) Arist. Phys. al-minā wa-l-bizru
- σπέρμα (noun) Diosc. Mat. med. τὸ σπέρμα... ὅπερ = bizruhū
οὗ τὸ σπέρμα λιπαρὸν και γλινῶδες εὑρίσκεται· ὅπερ πινόμενον βηξὶν ἀρήγει Diosc. Mat. med. I, 85.1 = bizruhā dasimun laziǧun iḏā šuriba nafaʿa mina l-suʿāli Dubler/Terés II, 88.17
The database query could not be executed.