Lookup cumulative lexical entry: بقاء
- ἀθανασία
- ἀθανασία (noun) Arist. Cael. dawāmun wa-baqāʾun
- γίγνομαι
- γίγνομαι (verb) Galen Med. phil.
- εὔτονος
- εὔτονος (adj.) Galen An. virt. ḏū baqāʾin
- μακρόβιος
- μακρόβιος (adj.) Arist. Gener. anim. ṭūlun baqāʾin
- χρόνιος
- χρόνιος (adj.) Hippocr. Nat. hom. χρονιώτερος = muddatu baqāʾin...aṭwalu