Lookup cumulative lexical entry: تحدر

  1. καταβαίνω
    • καταβαίνω (verb) Plot. οὐ καταβαίνοντες = من غير أن يتحدر
      οἷα οἱ βασιλεῖ τῶν πάντων κρατοῦντι συνόντες συνδιοικοῦσιν ἐκείνῳ οὐ καταβαίνοντες οὐδ’ αὐτοὶ ἀπὸ τῶν βασιλείων τόπων IV 8, 4.8 = كأنها ملك عظيم مستول على الأشياء يدبرها ويسوسها وهي معها من غير أن ينحدر من ذلك الموضع الشريف الملكي العالي ولا يفارقه 108.12
The database query could not be executed.