Lookup cumulative lexical entry: تحديد
- διορίζω
- διορίζω (verb) Arist. Eth. Nic. taḥṣīlun wa-taḥdīdun
- διορίζω (act. part.) Arist. Int. προσθέσεις διορίζουσαι
- διορίζω (verb) Arist. Rhet. διορίσωμεν καθαρῶς = nuǧarrida l-qawla fī taḥdīdihimā
- διορίζω (verb) Arist. Rhet. ὅταν μὴ δύνωνται διορίσαι = maʿa annahu lā yashulu taḥdīdu hāḏīhi l-ašyāʾi
- διόρισις
- διόρισις (noun) Arist. Phys.
- ὁρίζω
- ὁρίζω (gerund) Arist. An. post. ὁρίσασθαι
- ὁρίζω (gerund) Arist. An. post. οὐδὲ γὰρ εἴη ὁρισασθαι
- ὁρισμος
- ὁρισμος (noun) Arist. An. post. ὁ γὰρ ὁρισμός θέσις μέν ἐστι = fa-inna l-taḥdīdu huwa waḍʿun
- ὁρισμος (noun) Arist. An. post. anna l-taḥdīda
- ὁρισμός (noun) Arist. Cat.
- ὁρισμός (noun) Arist. Metaph.
- ὁρισμός (noun) Arist. Phys. ἐκ τοῦ ὁρισμοῦ = min taḥdīdihī
- ὁρισμός (noun) Arist. Rhet.
- ορισμος Them. In De an.
- ορισμος Them. In De an.
- πρόσθεσις
- πρόσθεσις (noun) Arist. Int. πρόσθεσεις διορίζουσαι