Lookup cumulative lexical entry: تخيل

  1. δοκέω
  2. ἔμφασις
  3. σκιαγραφία
  4. φαίνω
  5. φαντάζομαι
    • φαντάζομαι (verb) Arist. Phys. πολλάκις ἂν φαντασθείη = fa-kaṯīran mā taḫayyalu
      ἡ δ᾿ ἑτέρα μοῖρα τῆς ἐναντιώσεως πολλάκις ἂν φαντασθείη τῷ πρὸς τὸ κακοποιὸν αὐτῆς ἀτενίζοντι τὴν διάνοιαν οὐδ᾿ εἶναι τὸ παράπαν Arist. Phys. I 9, 192a15 = wa-ammā hāḏihi l-ṭabīʿatu l-uḫrā llatī hiya aḥadu ǧuzʾay l-muḍāddati fa-kaṯīran mā tuḫayyalu li-man taʾammala bi-ḏihnihī sūʾa fiʿlihā annahā laysati l-battata
  6. φανταζω
  7. φαντασία
  8. φαντασιόω
  9. φάντασμα
  10. φανταστικόν
  11. φανταστικος
The database query could not be executed.