Lookup cumulative lexical entry: تركّب
- διαρθρόω
- διαρθρόω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. διαρθρωθῇ = tarakkaba ... wa-taʾallafat mafāṣiluhu
- μικτός
- μικτός (adj.) Nicom. Arithm. ἐν μικτοῖς = mā yatarakkabu min ḏālika
- μικτός (adj.) Nicom. Arithm. ἐν μικτοῖς = fī mā yatarakkabu min ḏālika
- σύγκειμαι
- σύγκειμαι (verb) Arist. Metaph.
- σύγκειμαι (verb) Arist. Phys. σύγκειται
- σύγκειμαι (verb) Arist. Rhet.
- σύνθεσις
- σύνθεσις (noun) Arist. Cael.
- σύνθεσις (noun) Arist. Cael.
- συνίστημι
- συνίστημι (verb) Arist. Cael.
- συνίστημι (verb) Nicom. Arithm.
- συντίθημι
- συντίθημι (verb) Arist. Cael.
- συντίθημι (verb) Arist. Cael.
- συντίθημι (verb) Arist. Cael.
- συντίθημι (verb) Arist. Cael.