Lookup cumulative lexical entry: تشاور
- βουλευόμαι
- βουλευόμαι (verb) Arist. Rhet.
- βουλευόμαι (verb) Arist. Rhet.
- βουλευόμαι (verb) Arist. Rhet.
- βουλεύω
- βουλεύω (pass. part.) Galen An. virt.
ὅστις βουλευσόμενος ... ξυνέρχεται Galen An. virt. 70.5-6 = aḥadun mimman yantābu ... li-yatašāwara 36.21 - συμβουλή
- συμβουλή (noun) Arist. Rhet. εἰς τὰς συμβουλάς = ʿinda l-tašāwuri