Lookup cumulative lexical entry: تفرد

  1. ἀναχωρέω
    • ἀναχωρέω (verb) Plot. ἀναχωροῦσιν εἰς τὸ ἑαυτῶν = تتفرد بذاتها
      καὶ οἷον κάμνουσαι τὸ σὺν ἄλλῳ εἶναι ἀναχωροῦσιν εἰς τὸ ἑαυτῶν ἑκάστη IV 8, 4.12 = واشتاقت إلى أن تكون فيه وتتفرد بذاتها 108.16
The database query could not be executed.