Lookup cumulative lexical entry: تفكّر
- ἐπινοέω
- ἐπινοέω (verb) Erat. Cub. dupl. ἐπινενόηται
ἐπινενόηται δέ τις ὑφ' ἡμῶν ὀργανικὴ λῆψις ῥᾳδία, δι' ἧς εὑρήσομεν δύο τῶν δοθεισῶν (sc. γραμμῶν) Erat. Cub. dupl. 90.11 = wa-qad tafakkarnā naḥnu fī ʿamalin sahlin yuʿmalu bi-l-ālati naǧidu bihā bayna ḫaṭṭayni maʿlūmayni 153.8 - προσλογίζομαι
- προσλογίζομαι (pass. part.) Galen An. virt. tafakkara fī
- φροντίς
- φροντίς (noun) Artem. Onirocr. mā tafakkara fīhi