Lookup cumulative lexical entry: تمثال

  1. ἄγαλμα
  2. ἀνδριαντοποιική
    • ἀνδριαντοποιική (noun) Arist. Phys. ṣināʿatu ʿamali l-tamāṯīli
      οἷον τοῦ ἀνδριάντος (sc. αἴτιον) καὶ ἡ ἀνδριαντοποιικὴ καὶ ὁ χαλκός Arist. Phys. II 3, 195a6 = wa-miṯālu ḏālika anna sababa timṯāli l-insāni ṣināʿatu ʿamali l-tamāṯīli wa-sababuhū l-nuḥāsu 103.5
  3. ἀνδριαντοποιός
  4. ἀνδριάς
  5. εἴδωλον
  6. εἰδωλοφανής
  7. εἰκών
  8. ἔμφασις
  9. Ἑρμῆς
  10. ἰδέα
  11. παράδειγμα
  12. σχῆμα
The database query could not be executed.