Lookup cumulative lexical entry: تهْيئة
- ἕξις
- ἑτοῖμος
- εὐεργός
- εὐεργός (adj.) Arist. Phys. αἱ δὲ (sc. ποιοῦσιν) εὐεργόν = wa-baʿḍuhā ʿalā ǧihati l-tahyiʾati lahā li-taṣluḥa fī l-ʿamali
- καθίστημι
- ὀργανοποιία
- παρασκευάζω
- παρασκευάζω (verb) Arist. Eth. Nic. παρασκευάζει πόλεμον = kāna ʿillata tahyiʾati ḥarbin
οὐδεὶς γὰρ αἱρεῖται τὸ πολεμεῖν τοῦ πολεμεῖν ἕνεκα, οὐδὲ παρασκευάζει πόλεμον Arist. Eth. Nic. X 7, 1177b10 = fa-innahū lā yaḫtāru aḥadun an yuḥāriba li-yuḥāriba wa-lā yakūnu ʿillata tahyiʾati ḥarbin 559.14
- παρασκευή
- ποιέω
- ποίησις
- προπαρασκευάζω
The database query could not be executed.