Lookup cumulative lexical entry: جاوز
- αἰσχρός
- αἰσχρός (adj.) Artem. Onirocr. yuǧāwizu l-miqdāra
- ἄμετρος
- ἄμετρος (adj.) Artem. Onirocr. al-muǧāwizu li-l-iʿtidāli
- ἀπαράβατος
- ἀπαράβατος (adj.) Nicom. Arithm. ἀπαραβάτους νόμους = al-sunnatu...fa-lā tuḫālifu wa-lā tuǧāwizu
- γίγνομαι
- γίγνομαι (verb) Arist. Gener. anim. γίνεται μᾶλλον = ǧāwazat ḥaddahā
- γίγνομαι (verb) Arist. Gener. anim. γίνεται μείζων ὁ δ᾿ ἐλάττων ἄνθρωπος = lā yakūnu raǧulun yuǧāwizu ḥadda l-nāsi fi-l-ʿiẓami wa-l- ṣiġari wa-l-naqsi
- εἰμί
- εἰμί (verb) Arist. Gener. anim. ὑπὲρ ἡμᾶς ἐστὶ τὸ λεγόμενον = yuǧāwizu qadranā wa mablaġa ʿuqūlinā
- εἰμί (verb) Arist. Gener. anim. λίαν ἐστίν ὑπὲρ ἡμᾶς τὸ λεγόμενον = fa-huwa mā yuǧāwizu qawlanā wa mablaġa raʾyinā
- ἐνδέχομαι
- ἐνδέχομαι (pass. part.) Artem. Onirocr. ἐνδεχόμενον = wa-lā yuǧāwizu mā yumkinu
- ἐπιορκέω
- ἐπιορκέω (verb) Arist. Rhet.
- μᾶλλον
- μᾶλλον (adv.) Hippocr. Aphor. μᾶλλον γίγνεσθαι = ǧāwaza
ὕπνος, ἀγρυπνίη, ἀμφότερα μᾶλλον τοῦ μετρίου γινόμενα, κακόν Hippocr. Aphor. II 3 = al-nawmu wa-l-araqu iḏā ǧāwaza kullu wāḥidin minhumā fī l-amrāḍi l-miqdāra l-qaṣda fa-tilka ʿalāmatun radīʾatun 10.7 - μέγας
- μέγας (adj. comp.) Artem. Onirocr. μείζων = ǧāwazahā
- παρασπίζω
- παρασπίζω (act. part.) Nicom. Arithm. παρασπίζοντες = ...mā yuǧāwizuhā min...
- πλείων
- πλείων (adj. comp.) Artem. Onirocr.
- πλείων (adj.) Galen An. virt. πλεῖον γένηται τοῦ συμμέτρου = afraṭa ʿalayhī aḥaduhumā wa-ǧāwaza fīhi l-ʿitidāla
- πλείων (adj.) Nicom. Arithm. πλείονα μέρη = mina l-aǧzāʾi mā yuǧāwizu mā
- ὑπέρ
- ὑπέρ (prep.) Arist. Gener. anim. λίαν ἐστίν ὑπὲρ ἡμᾶς τὸ λεγόμενον = fa-huwa mā yuǧāwizu qawlanā wa mablaġa raʾyinā
- ὑπέρ (prep.) Arist. Gener. anim. ὑπὲρ ἡμᾶς ἐστὶ τὸ λεγόμενον = yuǧāwizu qadranā wa mablaġa ʿuqūlinā
- ὑπέρ (prep.) Artem. Onirocr. wa-tuǧāwiru
- ὑπέρ (prep.) Artem. Onirocr.
- ὑπέρ (prep.) Artem. Onirocr.
- ὑπερβάλλω
- ὑπερβάλλω (verb) Arist. Gener. anim. yuǧāwizu l-iʿtidāla
- ὑπερβαλλω (verb) Hippocr. Nat. hom.
- ὑπερβάλλω (act. part.) Hippocr. Superf. ὑπερβάλλων
- ὑπερέχω
- ὑπερέχω (act. part.) Aelian. Tact. ὑπερεχούσας
- ὑπερθερμαίνω
- ὑπερθερμαίνω (gerund) Ps.-Plut. Placita τὸ ὑπερθερμαίνεσθαι = qad ǧāwazat miqdāra iʿtidāla l-ḥarārati