Lookup cumulative lexical entry: جند

  1. ἀνήρ
  2. δύναμις
  3. κάστωρ
  4. ὄρχις
  5. πλῆθος
  6. στρατεύω
  7. στρατιώτης
  8. στρατόπεδον
    • στρατόπεδον (noun) Galen An. virt. ἐπὶ στρατοπέδου = fī ʿasākiri l-ǧundi
      προσθείμην ἂν τῶν Καρχηδονίων νόμον, μηδέποτε μηδένα ἐπὶ στρατοπέδου γεύεσθαι τούτου τοῦ πώματος Galen An. virt. 69.21-22 = anā zāʾidun min sunnati l-Qarḫīdūniyyīn, wa-hiya allā yaḏūqa aḥadun mina l-nāsi fī šayʾin mina l-awqāti l-šarāba fī ʿasākiri l-ǧundi 36.17
  9. στρατός
The database query could not be executed.