Lookup cumulative lexical entry: حاجة

  1. ἀναγκαῖος
  2. ἀστοχέω
  3. ἀτυχέω
  4. βούλομαι
    • βούλομαι (gerund) Arist. Gener. anim.
      ἔοικε ἡ φύσις βούλεσθαι τὴν τῶν τέκνων αἴσθησιν ἐπιμελητικὴν παρασκευάζειν = wa-l-ṭibāʿu yušbihu an yuhayyiʾa ḥāǧata kulli mawlūdin wa yaṣīru ḥissun mudabbirun fī kulli ḥayawāni yalidu aw yabīḍu
  5. δέησις
  6. δέω
  7. ἔνδεια
  8. ἐπιτήδειος
  9. εὐπρέπεια
  10. παρολκή
  11. περισσότης
  12. πλήρωσις
  13. συνδυασμός
  14. χρεία
  15. χρεών
  16. χρῄζω
  17. χρησιμεύω
  18. χρήσιμος
The database query could not be executed.