Lookup cumulative lexical entry: حرص
- βούλομαι
- ἔσχατος
- ζητέω
- μελεδαίνω
- πειράω
- προθυμέομαι
- πρόνοια
- σπουδάζω
- σπουδάζω (gerund) Arist. Eth. Nic. σπουδάζειν
σπουδάζειν δὲ καὶ πονεῖν παιδιᾶς χάριν ἠλίθιον φαίνεται καὶ λίαν παιδικόν Arist. Eth. Nic. X 6, 1176b32 = wa-l-ḥirṣu wa-l-taʿabu min aǧli l-laʿibi bāṭilun [wa-]ẓāhirun wa-lāʾiqun bi-l-ṣibyāni ǧiddan 555.16 - σπουδάζω (gerund) Arist. Eth. Nic. σπουδάζειν
σπουδάζειν δὲ καὶ πονεῖν παιδιᾶς χάριν ἠλίθιον φαίνεται καὶ λίαν παιδικόν Arist. Eth. Nic. X 6, 1176b33 = wa-l-ḥirṣu wa-l-taʿabu min aǧli l-laʿbi bāṭilun [wa-]ẓāhirun wa-lāʾiqun bi-l-ṣibyāni ǧiddan 555.16 - σπουδάζω (verb) Galen Med. phil. οὕτω ... σπουδάζουσιν = balaġa min ḥirṣihim
- σπουδάζω (verb) Galen Med. phil. ἐπὶ τοσοῦτον ἐσπουδάκασιν = balaġa min ḥirṣihim
- σπουδή
The database query could not be executed.