Lookup cumulative lexical entry: خاتم
- δακτύλιος
- δακτύλιος (noun) Arist. Cat.
- δακτύλιος (noun) Arist. Phys. τοὺς δακτυλίους ... μὴ ἔχοντας σφενδόνην = fī l-ḫātimi llaḏī laysa lahu mawḍiʿu faṣṣin
- δακτύλιος (noun) Arist. Rhet.
- δακτύλιος (noun) Artem. Onirocr.
- δακτύλιος (noun) Artem. Onirocr.
- δακτύλιος (noun) Artem. Onirocr.
- δακτύλιος (noun) Artem. Onirocr.
- δακτύλιος (noun) Artem. Onirocr.
- ἐπουλωτικός
- ἐπουλωτικός (adj.) Galen An. virt.
- σφραγις