Lookup cumulative lexical entry: ذهني
- διανοητικός
- διανοητικός (adj.) Plot. διανοητικῇ
ἢ καὶ διανοητικῇ ἀντιλαβώμεθα ἢ ἄμϕω Plot. Enn. IV 8, 8.11 = وإلى القوة الفكرية والذهنية أحسسناها 91.3 - προσέχω
- προσέχω (act. part.) Galen In De off. med. προσέχων = ǧaʿaltu ḏihnī fī