Lookup cumulative lexical entry: رئيس
- ἀξιόλογος
- ἀξιόλογος (adj.) Artem. Onirocr. al-ruʾasāʾu wa-l-nublu
- ἀρχικός
- ἀρχικός (adj. sup.) Nicom. Arithm. ὡς ἂν ἀρχικωτάτη = wa-huwa ka-l-raʾīsi
- ἄρχω
- ἄρχω (verb) Artem. Onirocr.
- ἄρχω (verb) Artem. Onirocr. wa-l-ruʾasāʾu
- ἄρχω (verb) Artem. Onirocr.
- ἄρχω (verb) Ps.-Arist. Div.
- αρχων
- δημαγωγός
- δημαγωγός (noun) Artem. Onirocr. wa-l-ruʾasāʾu
- ἐκκλησιαστής
- ἐκκλησιαστής (noun) Arist. Rhet. raʾīsu l-ǧamʿi
- ἐκκλησιαστής (noun) Arist. Rhet. raʾīsu l-ǧamʿi
- ἐρανάρχης
- ἐρανάρχης (noun) Artem. Onirocr. wa-li-l-ruʾasāʾi
- ἡγεμονικός
- ἡγεμονικός (adj.) Ps.-Plut. Placita τὸ ἡγεμονικόν = al-ǧuzʾu l-raʾīsu
- ἡγεμονικός (adj.) Ps.-Plut. Placita τὸ ἡγεμονικόν = al-ǧuzʾu l-raʾīsu
- ἡγεμονικός (adj.) Ps.-Plut. Placita τὸ ἡγεμονικόν = al-ǧuzʾu l-raʾīsu
- ἡγεμονικός (adj.) Ps.-Plut. Placita τὸ ἡγεμονικόν = al-ǧuzʾu l-raʾīsu
- ἡγεμονικός (adj.) Ps.-Plut. Placita τὸ ἡγεμονικόν = al-ǧuzʾu l-raʾīsu
- ἡγεμονικός (adj.) Ps.-Plut. Placita τὸ ἡγεμονικόν = al-raʾīsu
- ἡγεμονικός (adj.) Ps.-Plut. Placita τὸ ἡγεμονικόν = al-raʾīsu
- ἡγεμονικός (adj.) Ps.-Plut. Placita τὸ ἡγεμονικόν = al-ǧuzʾu l-raʾīsu
- ἡγεμονικός (adj.) Ps.-Plut. Placita τὸ ἡγεμονικόν = al-ǧuzʾu l-raʾīsu
- ἡγεμονικός (adj.) Ps.-Plut. Placita τὸ ἡγεμονικόν = al-ǧuzʾu l-raʾīsu
- ἡγεμονικός (adj.) Ps.-Plut. Placita τὸ ἡγεμονικόν = al-ǧuzʾu l-raʾīsu
- ἡγεμονικός (adj.) Ps.-Plut. Placita τὸ ἡγεμονικόν = ǧuzʾuhā l-raʾīsu
- ἡγεμονικός (adj.) Ps.-Plut. Placita τὸ ἡγεμονικόν = al-ǧuzʾu l-raʾīsu
- ἡγεμονικός (adj.) Ps.-Plut. Placita τὸ ἡγεμονικόν = al-ʿuḍwu l-raʾīsu
- ἡγεμονικός (adj.) Ps.-Plut. Placita τὰ ἡγεμονικά = al-ʿuḍwu l-raʾīsu
- ἡγεμονικός (adj.) Ps.-Plut. Placita τὸ ἡγεμονικόν = al-ʿuḍwu l-raʾīsu
- ἡγεμονικός (adj.) Ps.-Plut. Placita τὸ ἡγεμονικόν = al-ʿuḍwu l-raʾīsu
- ἡγεμονικός (adj.) Ps.-Plut. Placita τὸ ἡγεμονικόν = al-ʿuḍwu l-raʾīsu
- ἡγεμονικός (adj.) Ps.-Plut. Placita τὰ ἡγεμονικά = al-ʿuḍwu l-raʾīsu
- ἡγεμονικός (adj.) Ps.-Plut. Placita τὸ ἡγεμονικόν = al-ʿuḍwu l-raʾīsu
- ἡγεμών
- ἡγεμών (noun) Aelian. Tact. al-ruʾasāʾu l-awwalu
- ἡγεμών (noun) Artem. Onirocr. raʾīsan wāḥidan
- ἱερός
- ἱερός (adj.) Ps.-Plut. Placita τὸ ἱερώτατον = al-raʾīsu
- ἰλάρχης
- ἰλάρχης (noun) Aelian. Tact. εἰλάρχης = raʾīsu l-katībati
- κεφαλή
- κεφαλή (noun) Artem. Onirocr. ruʾūsihim
- κύριος
- κύριος (noun) Arist. Gener. anim.
- κύριος (noun) Arist. Rhet. hend.; al-raʾīsu wa-l-musallaṭu
- κύριος (adj.) Ps.-Plut. Placita κυριώτατος
- λοχαγός
- λοχαγός (noun) Aelian. Tact.
- λοχαγός (noun) Aelian. Tact. ruʾasāʾu l-ṣufūfi l-mutaqāṭirati
- λοχαγός (noun) Aelian. Tact. ruʾasāʾu l-ṣufūfi l-mutaqāṭirati
- λοχαγός (noun) Aelian. Tact. ζυγοῦσι τῷ λοχαγῷ οἱ λοχαγοί = yatasāwā ruʾasāʾu l-ṣufūfi
- μέγας
- μέγας (adj.) Artem. Onirocr.
- μεράρχης
- μεράρχης (noun) Aelian. Tact. raʾīsu l-ṭāʾifati
- οὐραγός
- οὐραγός (noun) Aelian. Tact. ruʾasāʾu l-sāqati
- πεντακοσιάρχης
- πεντακοσιάρχης (noun) Aelian. Tact. raʾīsu l-kawkabati
- πρέσβυς
- πρέσβυς (adj.) Arist. Hist. anim.
- πρόσωπον
- πρόσωπον (noun) Artem. Onirocr. bi-l-ruʾāsāʾi wa-l-mulūki
- πρωτεύω
- πρωτεύω (act. part.) Artem. Onirocr. πρωτεύοντας = li-l-ruʾāsāʾi wa-l-mašhūrīna
- στρατηγός
- στρατηγός (noun) Artem. Onirocr. raʾīsu ǧayšin
- συνταγματάρχης
- συνταγματάρχης (noun) Aelian. Tact. raʾīsu l-fiʾati aw al-ǧaḥfali
- ταξίαρχος
- ταξίαρχος (noun) Aelian. Tact. raʾīsu l-kardūsi
- τελάρχης
- τελάρχης (noun) Aelian. Tact. raʾīsu l-ǧamāʿati l-tāmmati
- τετράρχης
- τετράρχης (noun) Aelian. Tact. raʾīsu l-miqnabi
- ὑπερέχω
- ὑπερέχω (verb) Arist. Metaph. ὑπερέχον
- φαλαγγάρχης
- φαλαγγάρχης (noun) Aelian. Tact. raʾīsu l-ǧayši
- χιλιάρχης
- χιλιάρχης (noun) Aelian. Tact. raʾīsu l-zumrati