Lookup cumulative lexical entry: رتبة
- διακόσμησις
- διακόσμησις (noun) Arist. Gener. anim.
- διακόσμησις (noun) Galen An. virt. ταύτην ... τὴν διακόσμησιν ... διακοσμήσασα = rattabnā … bi-hāḏihi l-rutbati
- συστοιχία
- συστοιχία (noun) Arist. An. post. ἐξ ἄλλης στυστοιχίας = min rutbatin uḫrā
- συστοιχία (noun) Arist. An. post. ἐκ τῆς αὐτῆς συστοιχίας = min rutbatin wāḥidatin
- συστοιχία (noun) Arist. Phys.
λαμβάνουσι γὰρ (sc. τἀναντία) ἐκ τῆς αὐτῆς συστοιχίας Arist. Phys. I 5, 189a1 = wa-ḏālika annahum yaʾḫuḏūna (sc. al-aḍdāda) min rutbatin wāḥidatin min ʿaynihā