Lookup cumulative lexical entry: رضى
- διαλλαγή
- διαλλαγή (noun) Arist. Rhet. ṣulḥun wa-riḍan
- δυσαρεστέω
- δυσαρεστέω (verb) Ps.-Plut. Placita lam yarḍā
- εὐκατάλλακτος
- εὐκατάλλακτος (adj.) Arist. Rhet. sem. amplif.; raḍiya sarīʿan
- καταλλάττομαι
- καταλλάττομαι (verb) Arist. Rhet.
- πείθω
- πείθω (verb) Galen An. virt. ἔπεισαν ... μᾶλλον ἢ ... = raḍū wa-ḫtārū īṯāra
ἐκεῖνοι μὲν γὰρ ἔπεισαν ἑαυτοὺς τὴν πατρίδα μᾶλλον ἢ δόγματα προδοῦναι Galen An. virt. 77.21 = li-anna ulāʾika raḍū wa-ḫtārū īṯāra ārāʾihim wa-hawāhum hāḏā 42.8