Lookup cumulative lexical entry: رياضة

  1. γυμνάζω
  2. γυμνασία
  3. γυμνάσιον
  4. γυμναστικός
    • γυμναστικός (adj.) Galen An. virt. ἡ γυμναστική (sc. τέχνη)
    • γυμναστικός (noun) Hippocr. Aphor. οἱ γυμναστικοί = aṣḥābu l-riyāḍati
      ἐν τοῖσι γυμναστικοῖσιν αἱ ἐπʼ ἄκρον εὐεξίαι σφαλεραί Hippocr. Aphor. I 3 = ḫiṣbu l-badani l-mufriṭu li-aṣḥābi l-riyāḍati ḫaṭirun 2.4
  5. γυμνικός
  6. περιπατέω
  7. συγγυμνασία
The database query could not be executed.