Lookup cumulative lexical entry: سعادة

  1. εὐδαιμονέω
    • εὐδαιμονέω (gerund) Arist. Eth. Nic. τό εὐδαιμονεῖν
    • εὐδαιμονέω (gerund) Arist. Eth. Nic. εὐδαιμονήσειν = waṣala ilā l-saʿādati
      διὰ τούτων ὑπολαμβάνοντες εὐδαιμονήσειν Arist. Eth. Nic. I 7, 1097b5 = iḏ ẓanannā annā innamā naṣilu ilā l-saʿādati bi-tawassuṭihā 131.19
    • εὐδαιμονέω (act. part.) Arist. Eth. Nic. ὁ εὐδαιμονήσων = ṣāḥibu l-saʿādati
      οὐ ... οἰητέον ... πολλῶν καὶ μεγάλων δεήσεσθαι τὸν εὐδαιμονήσοντα Arist. Eth. Nic. X 8, 1179a1 = lā yanbaġī an yatawahhama anna ṣāḥiba l-saʿādati yaḥtāǧu ilā ašyāʾa kaṯīratin ʿaẓīmatin 567.10
  2. εὐδαιμονία
  3. εὐδαιμονίζω
    • εὐδαιμονίζω (verb) Arist. Eth. Nic. μακαρίζω καὶ εὐδαιμονίζω
      τούς ... θεοὺς μακαρίζομεν καὶ εὐδαιμονίζομεν Arist. Eth. Nic. I 12, 1101b24 = nansubu l-mutaʾallihīna ilā l-saʿādati 147.1
    • εὐδαιμονίζω (pass. part.) Arist. Eth. Nic.
      τῶν εὐδαιμονιζομένων οἱ πολλοί Arist. Eth. Nic. X 6, 1176b12 = kaṯīru man yuḥibbu l-saʿādata 555.3
    • εὐδαιμονίζω (pass. part.) Arist. Eth. Nic.
      τῶν εὐδαιμονιζομένων οἱ πολλοί Arist. Eth. Nic. X 6, 1176b15 = kaṯīru man yuḥibbu l-saʿādata 555.3
  4. εὐδαιμονικός
  5. εὐδαίμων
  6. εὐπραγέω
  7. εὐτύχημα
  8. εὐτυχία
  9. μακαρίζω
    • μακαρίζω (verb) Arist. Eth. Nic. μακαρίζω καὶ εὐδαιμονίζω
      τούς ... θεοὺς μακαρίζομεν καὶ εὐδαιμονίζομεν Arist. Eth. Nic. I 12, 1101b24 = nansubu l-mutaʾallihīna ilā l-saʿādati 147.1
  10. μακαρισμός
  11. ὀρθός
  12. τύχη
The database query could not be executed.