Lookup cumulative lexical entry: سقط
- ἄμβλωσις
- ἄμβλωσις (noun) Arist. Gener. anim. siqṭ
- ἀποβάλλω
- ἀποβάλλω (verb) Artem. Onirocr.
- ἀποβάλλω (verb) Artem. Onirocr.
- ἀποβάλλω (verb) Artem. Onirocr.
- ἀπόλλυμι
- ἀπόλλυμι (verb) Artem. Onirocr.
- ἀπόλλυμι (verb) Artem. Onirocr.
- ἀποπίπτω
- ἀποπίπτω (verb) Artem. Onirocr.
- ἀποχωρέω
- ἀποχωρέω (verb) Hippocr. Superf.
- ἀφαιρέω
- διαφθείρω
- διαφθείρω (verb) Hippocr. Superf.
- διαφθορά
- διαφθορά (noun) Arist. Hist. anim.
- ἐκβάλλω
- ἐκβάλλω (verb) Artem. Onirocr.
- ἐκβάλλω (verb) Artem. Onirocr.
- ἐκβάλλω (verb) Artem. Onirocr.
- ἐκβολή
- ἐκβολή (noun) Artem. Onirocr.
- ἐκπίπτω
- ἐκπίπτω (verb) Artem. Onirocr.
- ἐκπίπτω (verb) Artem. Onirocr.
- ἐκπίπτω (verb) Artem. Onirocr.
- ἐκπίπτω (verb) Ps.-Plut. Placita
- ἐκπίπτω (verb) Ps.-Plut. Placita
- ἐκπίτνω
- ἐκπίτνω (verb) Hippocr. Superf.
- ἔκρυσις
- ἔκρυσις (noun) Arist. Gener. anim. καλοῦσι τὰς τότε γιγνομένας τῶν κυημάτων φθορὰς ἐκρύσεις = yusammūna l-bayḍu allaḏī yubāḍu qabla l-tamāmi siqtan wa fasādan
- ἐκτιτρώσκω
- ἐκτιτρώσκω (verb) Arist. Hist. anim.
- ἐκτρωσμός
- ἐκτρωσμός (noun) Arist. Hist. anim.
- ἐμπίπτω
- ἐμπίπτω (verb) Ps.-Plut. Placita
- ἐξάμβλωσις
- καταπίπτω
- καταπίπτω (verb) Arist. Phys. κατέπεσεν
- καταφέρω
- καταφέρω (verb) Ps.-Plut. Placita
- καταφέρω (verb) Ps.-Plut. Placita
- λανθάνω
- λανθάνω (verb) Hippocr. Aer. yasquṭ ʿanhu
- μεταπίπτω
- μεταπίπτω (verb) Hippocr. Superf.
- πίπτω
- πίπτω (act. part.) Aelian. Tact. πεσόντος
- πίπτω (verb) Artem. Onirocr.
- πίπτω (verb) Artem. Onirocr.
- πίπτω (verb) Artem. Onirocr.
- πίπτω (act. part.) Hippocr. Genit.; Nat. puer. πεσοῦσαν
- πτερορρυέω
- πτερορρυέω (verb) Plot. πτερορρυῆσαι = فتسقط ريشها
῎Ενθα καὶ συμβαίνει αὐτῇ τὸ λεγόμενον πτερορρυῆσαι καὶ ἐν δεσμοῖς τοῖς τοῦ σώματος IV 8, 4.22 = فتسقط ريشها وتكون في البدن 110.4 - ὑπεξαιρέω
- ὑπεξαιρέω (pass. part.) Nicom. Arithm. ὑπεξαιρουμένου
- φθορά
- φθορά (noun) Artem. Onirocr. yasquṭu...fa-tafsidu