Lookup cumulative lexical entry: سلف
- ἀποίχομαι
- ἀποίχομαι (pass. part.) Ps.-Arist. Div. περὶ τοῦς ἀποιχομένους = aslāfuhum
- ἔμπροσθεν
- ἔμπροσθεν (adv.) Galen An. virt. fī-mā salafa
- οἴχομαι
- οἴχομαι (verb) Arist. Rhet.
- πρότερος
- πρότερος (adv.) Arist. Gener. anim. εἴρηται πρὸς τὰ διαπορηθέντα πρότερον = wa-ḥallalnā masāʾila al-ʿawīṣa allatī kānat fihā salafan
- πρότερος (adv.) Arist. Gener. anim. πρότερον = fīmā salafa