Lookup cumulative lexical entry: سلق
- ἀπόζεμα
- ἀπόζεμα (noun) Diosc. Mat. med. iḏā suliqa... māʾuhū
- ἀπόζεμα (noun) Diosc. Mat. med. τὸ ἀπόζεμα δὲ αὐτῶν = iḏā suliqa wa-yukammadu bi-māʾihī
- ἀποζέω
- ἀποζέω (pass. part.) Diosc. Mat. med. ἀποζεσθεῖσαι
- ἑφθός
- ἑφθός (adj.) Diosc. Mat. med.
- λευκός
- λευκός (adj.) Rufus Ict. τὸ σεῦτλον λευκόν
- ῥίζα
- ῥίζα (noun) Rufus Ict. σεύτλου ῥίζα
- σεῦτλον
- σεῦτλον (noun) Rufus Ict. σεύτλου ῥίζα
- σεῦτλον (noun) Rufus Ict. τὸ σεῦτλον λευκόν