Lookup cumulative lexical entry: صبر

  1. ἀλόη
  2. ἀνέχομαι
  3. διακαρτερέω
  4. ἐγκαρτερέω
  5. θάρσος
  6. καρτερικός
    • καρτερικός (adj.) Arist. Eth. Nic. καρτερικῶς = bi-nawʿi l-ṣabri
      σωφρόνως καὶ καρτερικῶς ζῆν Arist. Eth. Nic. X 9, 1179b33 = istiʿmālu l-ʿiffati bi-nawʿi l-ṣabri 573.6
  7. κατέχω
  8. μακροθυμία
  9. μένω
  10. ὀδυρτικός
  11. οἷος
  12. πονέω
  13. στέγω
  14. ταλαίπωρος
  15. τλάω
  16. ὑπομένω
  17. ὑπομονή
  18. φέρω
The database query could not be executed.