Lookup cumulative lexical entry: صدف
- αποστρεφω
- κοχλίας
- κοχλίας (noun) Diosc. Mat. med.
- οστρακοδερμα
- οστρακοδερμος
- οστρεον
- σήπιον
- σήπιον (noun) Arist. An. post. ὅ δεῖ καλέσαι σήπιον καὶ ἄκανθαν καὶ ὀστοὐν = mimmā yaǧibu an nusammīlu ṣadafatan wa-šawkan wa-ʿaẓman