Lookup cumulative lexical entry: صنعة
- ἄρτυσις
- ἄρτυσις (noun) Artem. Onirocr.
- ἄρτυσις (noun) Artem. Onirocr.
- γνωμολογέω
- γνωμολογέω (verb) Arist. Rhet. γνωμολογεῖν = ṣanʿatu l-ǧunūmūlūġiyā wa-huwa l-kalāmu l-rāʾī
- γνωμολογέω (verb) Arist. Rhet. τὸ γνωμολογεῖν = ṣanʿatu l-kalāmu l-rāʾī
- εὐεργός
- εὐεργός (adj.) Ps.-Plut. Placita εὐεργός εἰς c. acc. = al-muḥkamu l-ṣanʿati l-muhayyaʾu llaḏī fīhi tahayyuʾun li-...
ὥσπερ χαρτίον εὐεργὸν εἰς ἀπογραφήν Ps.-Plut. Placita 400a6 = ka-l-qirṭāsi l-muḥkami l-ṣanʿati l-muhayyaʾi llaḏī fīhi tahayyuʾun li-qubūli l-kitābi 54.12 - εὔπλαστος
- εὔπλαστος (adj.) Galen An. virt. εὐπλαστότερον εἶναι = yaqbilu l-ṣanʿata wa-l-ṭabʿa bi-suhūlatin
- κοσμοποιέω
- κοσμοποιέω (gerund) Arist. Phys. διὰ τὸ κοσμοποιεῖν = fī ṣanʿati l-ʿālami
- κοσμοποιέω (gerund) Ps.-Plut. Placita κοσμοποιεῖν = ṣanʿatu l-ʿālami
- κοσμοποιία
- κοσμοποιία (noun) Arist. Phys. λέγει γοῦν ἐν τῇ κοσμοποιίᾳ = fa-innahū yaqūlu fī kalāmihī fī ṣanʿati l-ʿālami
- μυθολογέω
- μυθολογέω (verb) Arist. Rhet. τὸ μυθολογεῖν = ṣanʿatu l-mīṯūlūġiyā wa-huwa l-kalāmu l-amṯāliyyu
- ποίησις
- ποίησις (noun) Arist. Cael.
- σκευασία
- σκευασία (noun) Artem. Onirocr.
- τέχνη
- τέχνη (noun) Hippocr. Aer.
- φιλοτεχνητέον
- φιλοτεχνητέον (gerundive) Erat. Cub. dupl. aḥkama ṣanʿatan
πρὸς δὲ τὸ ἀκριβέστερον λαμβάνεσθαι τὰς γραμμὰς φιλοτεχνητέον Erat. Cub. dupl. 94.5 = li-kay naǧida l-ḫuṭūṭa bi-taḥqīqin šadīdi l-istiqṣāʾi fa-innā nuḥkimu ṣanʿata l-alwāḥi 157.6