Lookup cumulative lexical entry: ضيق

  1. ἔνδεια
  2. εὐλάβεια
  3. καταπλέκω
  4. κιμβεία
  5. κίνδυνος
  6. λεπτός
  7. λύπη
  8. μικροψυχία
  9. ὀξύς
    • ὀξύς (adj.) Hippocr. Aphor. ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς = wa-l-waqtu ḍayyiqun
      ὁ βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή. Hippocr. Aphor. I 1 = al-ʿumru qaṣīrun wa-l-ṣināʿatu ṭawīlatun wa-l-waqtu ḍayyiqun wa-l-taǧribatu ḫatirun wa-l-qaḍāʾu ʿasirun 1.2
  10. πιέζω
  11. προσαναγκάζω
  12. πυκνός
  13. στενός
  14. στενότης
  15. στενοχωρία
  16. στενόχωρος
  17. στενωπός
  18. σφίγγω
The database query could not be executed.