Lookup cumulative lexical entry: ظاهرة
- ἐπίσημος
- ἐπίσημος (adj.) Artem. Onirocr.
- θεωρηματικός
- θεωρηματικός (adj.) Artem. Onirocr.
- θεωρηματικός (adj.) Artem. Onirocr.
- πρόδηλος
- πρόδηλος (adj.) Artem. Onirocr.
- φαίνω
- φαίνω (verb) Arist. Metaph. φαινόμενον
- φαίνω (verb) Arist. Metaph. φαινόμενον
- φανερός
- φανερός (adj. sup.) Artem. Onirocr. φανερώτατος
- φανερός (adj.) Artem. Onirocr.