Lookup cumulative lexical entry: عبر
- διαβαίνω
- διαβαίνω (verb) Arist. Rhet.
- διαβαίνω (verb) Arist. Rhet.
- διαπορεύω
- διαπορεύω (verb) Arist. Eth. Nic.
οὐ μόνον ... γραμμὴν διαπορεύεται Arist. Eth. Nic. X 4, 1174b1 = lā yaʿburu ʿalā ḫaṭṭin faqaṭ 541.10 - διέρχομαι
- διέρχομαι (verb) Artem. Onirocr.
- ερμηνευω
- κατορθόω
- κατορθόω (verb) Galen Med. phil. yuʿabbiru ʿibāratan ṣaḥīḥatan mustawiyyatan
- περιλαμβάνω
- περιλαμβάνω (act. part.) Galen An. virt. περιλαβόντες εἴποιμεν = iḏā … ʿabbarnā l-lafẓa fa-qulnā
- φημί
- φημί (act. part.) Arist. An. post. οὗ φασίν = allaḏī ʿabbarū ʿanhu