Lookup cumulative lexical entry: عسكر
- δύναμις
- δύναμις (noun) Aelian. Tact. μεγάλας δυνάμεις = kaṯīran mina l-ʿasākiri
- στρατεία
- στρατεία (noun) Artem. Onirocr.
- στράτευμα
- στράτευμα (noun) Aelian. Tact. συντετάχθαι τὸ στράτευμα = taʿbiyatu l-ʿaksari
- στρατεύω
- στρατεύω (verb) Artem. Onirocr. στρατεύομαι = al-ǧundiyyu wa-man yaḫruǧu fī l-ʿasākiri
- στρατεύω (verb) Artem. Onirocr. στρατεύομαι = yaḫruǧu ilā l-ʿasākiri
- στρατεύω (gerund) Galen An. virt. στρατεύεσθαι = ǧunūdu l-ʿasākiri
- στρατηγία
- στρατηγία (noun) Aelian. Tact.
- στρατοπέδευσις
- στρατοπέδευσις (noun) Nicom. Arithm. πρὸς στρατοπεδεύσεις = fī tadbīri l-ʿasākiri
- στρατόπεδον
- στρατόπεδον (noun) Artem. Onirocr.
- στρατόπεδον (noun) Galen An. virt. fī ʿasākiri l-ǧundi
προσθείμην ἂν τῶν Καρχηδονίων νόμον, μηδέποτε μηδένα ἐπὶ στρατοπέδου γεύεσθαι τούτου τοῦ πώματος Galen An. virt. 69.21-22 = anā zāʾidun min sunnati l-Qarḫīdūniyyīn, wa-hiya allā yaḏūqa aḥadun mina l-nāsi fī šayʾin mina l-awqāti l-šarāba fī ʿasākiri l-ǧundi 36.17 - στρατός
- στρατός (noun) Aelian. Tact. διὰ τὴν συνέχειαν τοῦ στρατοῦ = min taḍāġuṭi l-ʿaskari
- στρατός (noun) Artem. Onirocr. ǧamīʿu l-ʿaskari
- στρατός (noun) Artem. Onirocr. al-ǧundu wa-l-ʿasākiru
- τάγμα
- τάγμα (noun) Aelian. Tact. šaklu l-ʿaskari
- τετραφαλαγγαρχία
- τετραφαλαγγαρχία (noun) Aelian. Tact. al-ʿaskaru l-aʿẓamu
- φάλαγξ
- φάλαγξ (noun) Aelian. Tact.