Lookup cumulative lexical entry: عضة
- ἀνθρωπόδηκτος
- ἀνθρωπόδηκτος (adj.) Diosc. Mat. med. عَضّة الانسان
- δῆγμα
- δῆγμα (noun) Diosc. Mat. med.
- κυνόδηκτος
- κυνόδηκτος (adj.) Diosc. Mat. med. عَضّة الكلب
- φαλαγγιόδηκτος
- φαλαγγιόδηκτος (adj.) Diosc. Mat. med. عَضّة الرُتيلاء