Lookup cumulative lexical entry: عناية

  1. αἰτία
    • αἰτία (noun) Arist. Eth. Nic.
      διά τινας θείας αἰτίας Arist. Eth. Nic. X 9, 1179b22 = bi-ʿināyatin mā ilāhiyyatin 571.15
  2. ἀμέλεια
  3. δύναμις
  4. ἐπιμέλεια
  5. ἐπιμελής
  6. θύω
  7. προΐστημι
  8. πρόνοια
  9. σπουδάζω
The database query could not be executed.