Lookup cumulative lexical entry: غامض
- ἀπορέω
- ἀπορέω (verb) Arist. Metaph. ἀπορουμένων = al-masāʾilu l-ġāmiḍatu
- ἀπορέω (verb) Arist. Metaph. ἀπορηθέν = al-masʾalatu l-ġāmiḍatu
- ἀπορία
- ἀπορία (noun) Arist. Metaph. masʾalatun ġāmiḍatun
- ἀσαφής
- ἀσαφής (adj.) Galen In De off. med.
- ἀσαφής (adj.) Galen In De off. med.
- βαθύς
- βαθύς (adj.) Porph. Isag. βαθύτατος
- γλαφυρός
- γλαφυρός (adj.) Nicom. Arithm. γλαφυρά τε καὶ ἀσφαλὴς = ġāmidu ʿusrin
- γλαφυρός (adj.) Nicom. Arithm. γλαφυρά καὶ ἀσφαλὴς = ġāmidu ʿusrin
- γλαφυρός (adj.) Nicom. Arithm.
- γλαφυρός (adj.) Nicom. Arithm. τὸ γλαφυρόν = al-šayʾu l-ġāmiḍu
- διαπορέω
- διαπορέω (verb) Arist. Metaph. τὸ διαπορῆσαι καλῶς = šiddatu l-faḥṣi ʿani l-masāʾili l-ġāmiḍati