Lookup cumulative lexical entry: غلب
- ἀάω
- ἀάω (verb) Galen An. virt.
- ἁλμυρός
- ἁλμυρός (adj.) Arist. Gener. anim. allaḏī taġlibu ʿalayhi l-mulūḥata
- ἄρχω
- ἄρχω (verb) Artem. Onirocr.
- διακρατεω
- ἐλευθέριος
- ἐλευθέριος (adj.) Galen An. virt. ἐλευθερίᾳ γνώμῃ = bi-raʾyin lā taġlibu ʿalayhī l-ahwāʾu l-radīʾatu
εἰ γάρ τις ... ἐθελήσειεν [ἂν] ἐλευθερίᾳ γνώμῃ ... τὰ πράγματα θεάσασθαι Galen An. virt. 76.17 = in ... aḥabba an yanẓura fī l-umūri bi-raʾyin lā taġlibu ʿalayhī l-ahwāʾu l-radīʾatu 41.14 - ἐπικρατέω
- ἐπικρατέω (verb) Hippocr. Aer.
- ἐπικρατέω (verb) Hippocr. Nat. hom.
- ἐπικρατέω (verb) Ps.-Plut. Placita
- ἔχω
- ἔχω (pass. part.) Hippocr. Superf. ὑπὸ... ἐχομένη = ġalabat ʿalayhi
- ἰσχύω
- ἰσχύω (act. part.) Hippocr. Nat. hom. ἰσχύων
- καθαιρέω
- καθαιρέω (verb) Artem. Onirocr.
- καταδίκη
- καταδίκη (noun) Artem. Onirocr.
- καταδίκη (noun) Artem. Onirocr. sa-yuġlabu wa-yuqḍā ʿalayhi
- καταπαλαίω
- καταπαλαίω (verb) Artem. Onirocr. ġalabahu
- κατέχω
- κατέχω (verb) Hippocr. Nat. hom. yaġlibu fī
- κρατέω
- κρατέω (act. part.) Arist. Gener. anim.
- κρατέω (gerund) Arist. Gener. anim.
- κρατέω (verb) Galen An. virt.
- κρατέω (verb) Galen An. virt.
- κρατέω (act. part.) Galen An. virt.
- κρατέω (verb) Hippocr. Aer.
- κρατέω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer.
- κρατέω (verb) Ps.-Plut. Placita
- λείπω
- λείπω (verb) Artem. Onirocr. λείπομαι
- λείπω (verb) Artem. Onirocr. λείπομαι
- μοναρχία
- μοναρχία (noun) Ps.-Plut. Placita iḏā ġalaba bi-ḏātihi
- νικάω
- νικάω (verb) Arist. Cat.
- νικάω (verb) Artem. Onirocr.
- νικάω (verb) Artem. Onirocr.
- νικάω (verb) Artem. Onirocr. ġalabahu
- νικάω (verb) Galen An. virt.
- παχύνω
- παχύνω (verb) Arist. Gener. anim. yaṯḫunu wa yaġlubu
- περιγίγνομαι
- περιγίγνομαι (verb) Artem. Onirocr. yaġlibu...wa-yaqwī ʿalayhim
- περιγίγνομαι (noun) Hippocr. Nat. hom. περιγίνομαι
- πλῆθος
- πλῆθος (noun) Rufus Ict.
ἐφ᾿ ὧν μὲν οὖν ἐστὶν πλῆθος τοῦ αἵματος Rufus Ict. fr. 3 = iḏā kāna l-damu ayḍan qad ġalaba 18 - συμφύω
- συμφύω (act. part.) Arist. Gener. anim. συγκεχυμένους ἔχειν καὶ συμπεφυκότας = munsaddun qad ġalabat ʿalayhā l-sadada
- συντρίβω
- συντρίβω (pass. part.) Aelian. Tact. συντετριμμένας = ġulibat min
- ὑπόκρισις
- ὑπόκρισις (noun) Artem. Onirocr.