Lookup cumulative lexical entry: غمز

  1. ἀπόσφιγξις
  2. ἐκπιέζω
  3. ἐνέρεισις
  4. ἐρείδω
  5. περιτρέπω
  6. πιέζω
  7. πίεξις
  8. πίεσις
  9. πιλέω
  10. στρεβλόω
    • στρεβλόω (verb) Arist. Phys.
      στρεβλοῦντες τοὺς ἀσκοὺς Arist. Phys. IV 6, 213a26 = an yaġmizū ʿalā l-azqāqi
The database query could not be executed.