Lookup cumulative lexical entry: ـه
- ὅσπερ
- ὅσπερ (pronoun) Diosc. Mat. med. τὸ σπέρμα... ὅπερ = bizruhū
οὗ τὸ σπέρμα λιπαρὸν και γλινῶδες εὑρίσκεται· ὅπερ πινόμενον βηξὶν ἀρήγει Diosc. Mat. med. I, 85.1 = bizruhā dasimun laziǧun iḏā šuriba nafaʿa mina l-suʿāli Dubler/Terés II, 88.17