Lookup cumulative lexical entry: فاس
- πέλεκυς
- πέλεκυς (noun) Artem. Onirocr.
- σκέπαρνον
- σκέπαρνον (noun) Hippocr. Off. med.
- σύγκρισις
- σύγκρισις (noun) Nicom. Arithm. κατὰ συγκρίσει = allatī tuqāsu hāḏihi ilayhā
- σχιδακηδόν
- σχιδακηδόν (adv.) Galen In De off. med. ʿalā l-šakli l-musammā faʾsan