Lookup cumulative lexical entry: قابض
- αυστερος
- αὐστηρός
- αὐστηρός (adj.) Hippocr. Diaet. acut.
- αὐστηρός (adj.) Hippocr. Nat. hom.
- στυπτικός
- στυπτικός (adj.) Diosc. Mat. med. wa-huwa qābiḍun
- στύφω
- στύφω (act. part.) Diosc. Mat. med. στύφουσα = qābiḍun qabḍan
- ὑποστύφω
- ὑποστύφω (act. part.) Rufus Ict.
τῶν δὲ οἴνων οἱ λευκοὶ καὶ ὑποστύφοντες ἐπιτήδειοι καὶ μὴ πάνυ παλαιοί. Rufus Ict. fr. 16 = wa-yaṣluḥu l-šarābu l-abyaḍu l-qābiḍu l-laṭīfu wa-lā yakūnu ʿatīqan qad atā lahū zamānun ṭawīlun 80 - ψυχοπομπός
- ψυχοπομπός (noun) Artem. Onirocr. qābiḍu l-arwāḥi