Lookup cumulative lexical entry: قاتل
- θανάσιμος
- θανάσιμος (adj.) Artem. Onirocr.
- θανάσιμος (noun) Diosc. Mat. med. τὰ θανάσιμα = al-sumūmu l-qātilatu
- θανάσιμος (noun) Diosc. Mat. med. τὰ θανάσιμα = al-adwiyatu l-qātilatu
- θανατώδης
- θανατώδης (adj. sup.) Hippocr. Aer. θανατωδέστατοι
- νηττοφόνος
- νηττοφόνος (noun) Arist. Hist. anim. qātilu iwazza l-māʾi